ἀλληλανεμία

ἀλληλανεμία
ἀλληλ-ανεμία, ,
A constant change of wind,

ἀ. ἐπισφαλὴς ταῖς βοτάναις Lyd.Ost.31

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλληλανεμία — ἀλληλανεμία, η (Μ) ανεμομαχία, εναλλαγή τών ανέμων, συνεχής μεταβολή τών ανέμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλ(ο) * + ἀνεμία < ἄνεμος] …   Dictionary of Greek

  • αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”